- εφαπτίς
- ἐφαπτίς, -ίδος, ἡ (Α) [εφάπτομαι]1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.)2. μανδύας τής απεικόνισης τού αστερισμού τού Τοξότη3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα4. γυναικείο ένδυμα5. επωμίδα.
Dictionary of Greek. 2013.